- αδικοδοξια
- ἀδικοδοξίαἀδῐκο-δοξίαἥ тщеславие, по друг. нечестный замысел Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀδικοδοξία — ἀδικοδοξίᾱ , ἀδικοδοξία evil design fem nom/voc/acc dual ἀδικοδοξίᾱ , ἀδικοδοξία evil design fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδικοδοξία — ἀδικοδοξία, η (Α) κακός σκοπός, επιβουλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀδικόδοξος < ἄδικος + δόξα] … Dictionary of Greek
ἀδικοδοξίας — ἀδικοδοξίᾱς , ἀδικοδοξία evil design fem acc pl ἀδικοδοξίᾱς , ἀδικοδοξία evil design fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικοδοξίαν — ἀδικοδοξίᾱν , ἀδικοδοξία evil design fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)